εξάποδος

εξάποδος
-η, -ο
που έχει έξι πόδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξάποδος — η, ο (AM ἑξάπους, ουν, Μ και ἑξάποδος, η, ον) αυτός που έχει έξι πόδια («να κι ένα φίδι εξάποδο τινάχτη», Καζαντζ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εξάποδα όρος που… …   Dictionary of Greek

  • ἑξάποδος — ἑξάπους six footed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάπους — ουν και εξάποδος, η, ο (AM ἑξάπους, ουν) 1. αυτός που έχει έξι πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. τα εξάποδα τα έντομα ή ζώα που έχουν έξι πόδια 3. αυτός που έχει μήκος έξι ποδών, εξάπεδος 3. (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες… …   Dictionary of Greek

  • (ε)δώ — τοπ. επίρρ. 1. (για στάση και κίνηση) στο μέρος όπου βρισκόμαστε ή για το οποίο γίνεται λόγος: Έλα πιο εδώ. – Μένω εδώ τρία χρόνια. 2. (για καταστάσεις, γεγονότα, ενέργειες) αντί για τύπους της δεικτ. αντων. αυτός: Συμφωνήσαμε σε όλα, αλλά εδώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”